- στόμωμα
- το, ΝΑ [στομῶ, -ώνω]νεοελλ.άμβλυνση, απώλεια τής οξύτητας κοφτερού ή αιχμηρού οργάνουαρχ.1. στόμιο, άνοιγμα2. η σκλήρυνση σιδήρου, η χαλύβδωση, το ατσάλωμα3. μέταλλο που έχει στομωθεί, που έχει καταστεί σκληρό με τη διαδικασία τής στόμωσης, χάλυβας4. σκληρή αιχμή ή κόψη που έχει συγκολληθεί σε σιδερένιο όπλο ή εργαλείο5. χαλύβδινο έλασμα που χρησιμοποιείται σε επιδιόρθωση θύρας6. κομμάτι από σίδηρο που εκτινάσσεται κατά τη σφυρηλάτησή του7. οι πρώτες γραμμές σε στρατιωτική παράταξη («τῆς Ἰταλίας τὴν ἐν Ῥώμῃ δύναμιν ὥσπερ στόμωμα προτεταγμένην», Πλούτ.)8. η γενναιότητα στη μάχη9. ως επίθ. (για οίνο) εκλεκτός («στόμωμα οἶνου», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.